λαγόνες
Смотреть что такое "λαγόνες" в других словарях:
λαγόνες — λαγών the hollow on each side below the ribs fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
бок — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (греч. πλευρόν), часть тела, где находятся ребра; 2) боковая… … Словарь церковнославянского языка
ειλεακός — ή, ό λαγόνιος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες … Dictionary of Greek
ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] … Dictionary of Greek
κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
λαγγόνι — και λαγγούνι, το τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος τού σώματος μεταξύ τής μέσης και τών πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. *λαγγόνιν < *λαγγόνιον < λαγγών, όνος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
λαγονοβουβωνικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στη βουβωνική χώρα ταυτόχρονα (α. «λαγονοβουβωνικές χώρες» β. «λαγονοβουβωνικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + βουβωνικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
λαγονοηβικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στις λαγόνες και στην ηβική χώρα … Dictionary of Greek
λαγονοκοκκυγικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στις λαγόνες και στον κόκκυγα … Dictionary of Greek
λαγονοκτενικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στις λαγόνες και στον κτενίτη μυ («λαγονοκτενικός σύνδεσμος») … Dictionary of Greek